- χρυσογνώμων
- -ον, Ααυτός που δοκιμάζει τον χρυσό.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ὑδρο-γνώμων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
χρυσογνωμονικός — ή, όν, Μ [χρυσογνώμων, ονος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει στην δοκιμή τού χρυσού … Dictionary of Greek